- τσανάκι
- το, Ν1. πήλινο πιάτο, γαβάθα2. άνθρωπος ανήθικος, αχρείος και κόλακας («ξέρεις τί τσανάκι είναι αυτός;»)3. (στην Ύδρα και σε άλλα νησιά) κοινή ονομασία τής νόσου λεϊσμανίαση4. φρ. «χωρίζω τα τσανάκια μου»α) διαμοιράζω τα υπάρχοντα που έχω κοινά με κάποιον και, γενικά, αποσαφηνίζω τις σχέσεις μου μαζί τουβ) παίρνω διαζύγιο.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. canak < αρχ. σαννάκιον είδος ποτηριού»].
Dictionary of Greek. 2013.