τσανάκι

τσανάκι
το, Ν
1. πήλινο πιάτο, γαβάθα
2. άνθρωπος ανήθικος, αχρείος και κόλακας («ξέρεις τί τσανάκι είναι αυτός;»)
3. (στην Ύδρα και σε άλλα νησιά) κοινή ονομασία τής νόσου λεϊσμανίαση
4. φρ. «χωρίζω τα τσανάκια μου»
α) διαμοιράζω τα υπάρχοντα που έχω κοινά με κάποιον και, γενικά, αποσαφηνίζω τις σχέσεις μου μαζί του
β) παίρνω διαζύγιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. canak < αρχ. σαννάκιον είδος ποτηριού»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • τσανάκι — το (λ. τουρκ.) 1. πήλινο πιάτο, γαβάθι. 2. μτφ., άνθρωπος αισχρός, αχρείος, κάθαρμα: Είναι ένα τσανάκι αυτός! …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τσανάκα — η, Ν μεγάλο τσανάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσανάκι + μεγεθ. κατάλ. α (πρβλ. κουτάλ α)] …   Dictionary of Greek

  • τσανακογλείφτης — ο, Ν κόλακας. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσανάκι + γλείφω] …   Dictionary of Greek

  • ceanac — CEANÁC, ceanace, s.n. (reg.) Strachină mare (de lut sau de lemn). – Din tc. çanak. Trimis de valeriu, 03.03.2003. Sursa: DEX 98  ceanác s. n. (sil. cea ), pl. ceanáce Trimis de siveco, 10.08.2004. Sursa: Dicţionar ortografic  ceanác ( enáce) …   Dicționar Român

  • τσανάκα — η μεγάλο τσανάκι, γαβάθα, σκουτέλα, πιατέλα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”